- χιλιοστόγραμμο
- τομονάδα βάρους ίση με το χιλιοστό του γραμμαρίου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χιλιοστόγραμμο — το, Ν μετρολ. μετρική μονάδα βάρους ίση προς το ένα χιλιοστό τού γραμμαρίου, κν. μιλιγκράμ. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. milligram < milli (βλ. μίλι ), το οποίο στον ελλ. τ. αποδόθηκε με το αντίστοιχο χιλιοστο , + gram (<… … Dictionary of Greek
μιλιγκράμ — το μετρολ. μονάδα μάζας, με σύμβολο mg, η οποία είναι γνωστή και ως χιλιοστόγραμμο και ισούται προς το ένα χιλιοστό τού γραμμαρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μιλι ] … Dictionary of Greek
κιλό ή χιλιόγραμμο — (kilo). Διεθνής μονάδα μέτρησης μάζας και βάρους. Υποδιαιρείται σε 1.000 γραμμάρια και συμβολίζεται διεθνώς με kg. Παλαιότερα, το χιλιόγραμμο οριζόταν ως η μάζα μιας κυβικής παλάμης (ή ενός λίτρου) αποσταγμένου ύδατος, θερμοκρασίας 4°C. Σήμερα… … Dictionary of Greek